ἀμπαντονεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαντονεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπαντονεύω, ἀbbανdονέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿ bbανdουνέω Ἀπουλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ρ. ἀbbαndonare κατὰ τὰ εἰς -εύω ρήματα.
Σημασιολογία
Ἐγκαταλείπω ἔνθ᾿ἀν. : ᾎσμ. Τὶ ᾿γὼ ᾿ὲ τὸ ᾿bbανdουνέω᾿ οῦτ-τ᾿ὥρ͜αιο σῶμα (διότι ἐγὼ δὲν ἐγκαταλείπω τὸ ὡραίον τοῦτο σῶμα) Ἀπουλ. Συνών. ἀμπαντονάρω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA