ἀμπαριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπαριˬάζω Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Σιβ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. — Λεξ. Κομ. Δεὲκ Λάουνδ. Ἠπίτ. ἀbαριάζω Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀμπαριˬάζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπάρι.
Σημασιολογία
1) Μετβ. συγκομίζω, συλλέγω τοῦς δημητριακοὺς καρποὺς καὶ ἄλλα χρειώδη καὶ βάλλω εἰς τὴν ἀποθήκην, ἀποθηκεύω Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. Σιβ. κ.ἀ.) Στερελλ. Χίος κ.ἀ. — Λεξ. Κομ.: Ἀμπάριˬασα φέτος χίλιˬα ταγάριˬα ἀραποσίτι Ἤπ. β) Συναθροίζω πλοῦτον Χίος : Αὐτὸς ὅλον ἀμπαριˬάζει γρόσα καὶ κοντεύγει πεˬὰ νὰ δαδώσῃ (νὰ γίνῃ πλούσιος). 2) Κρύπτω Πελοπν. (Λακων.) : Τί τ᾿ἀbάριˬασες; 3) Ἀμτβ. καὶ μεταφ. ἐξογκοῦμαι διὰ πολυφαγίαν, ἐπὶ τε ἀνθρώπων καὶ ζῴων Πελοπν. (Κλουτσινοχ. κ.ἀ.): Ἀμπαριˬάστητε ἡ προβατῖνα! Κλουτσινοχ. || Φρ. Ἔφαγα κιˬ ἀμπάριˬασα !ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA