ἀμπάριˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπάριˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπάριˬασμα τό, Ἤπ. Στερελλ. κ.ἀ. — Λεξ. Δεὲκ

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπαριˬάζω.

Σημασιολογία

Ἀποθήκευσις, ἐναποταμίευσις, ἐπὶ δημητρικῶν καρπῶν ἔνθ᾿ἀν. : Τ᾿ἀμπάριˬασμα τοῦ ἀραποσιτιˬοῦ πρέπει νὰ γένεται μὲ ξέρα καὶ ὄχι μὲ βροχερὸ καιρὸ, γιˬατὶ χαλάει (ξέρα=ξηρὸς καιρὸς) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/