ἀμπαριζώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαριζώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπαριζώνι τό, ἀμάρτ. ἀμπαρ᾿ών᾿Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐς. ἀμπάριζα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ώνι.
Σημασιολογία
Τὸ ὁρμητήριον ἑκάστης ὁμάδος ἐν τῇ παιδιᾷ, ἥτις καλεῖται ἀμπάριζα. Συνών. ἀμπάρρα 9. Πβ. ἀμπάριζα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA