ἀμπαρρωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαρρωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπαρρωτὸς ἐπὶθ. Ἄθῆν. –Λεξ. Βλαστ. ἀμπαρρουτὲ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπαρρώνω.
Σημασιολογία
Κλειστός, κεκλεισμένος: Τὰν τζέα ἑρέκαμε ἀμπαρρουτὰ (εὕρομεν τὴν οἰκίαν κεκλεισμένην) . Συνών. κλειστός, σφαλιστός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA