ἀμπασσαδωράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπασσαδωράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπασσαδωράκι τό, ἀμάρτ. ἀbασσουδουράκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀμπασσαδῶρος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ –άκι.
Σημασιολογία
Ὁ νεαρὸς ἀμπασσαδῶρος, μικρὸν παιδίον ἐκτελοῦν παραγγελίας: Χίλιˬα ἀbασσαδουράκιˬα σοῦ χρειάζονται gαὶ σένα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA