ἀμπατζήδικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπατζήδικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπατζήδικο τό, Ἀθῆν. — Λεξ. Βλαστ. ἀbατζήδικο Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ οὐδ. τοῦ ἐπιθ. *ἀμπατζήδικος οὐσιαστικοποιηθέν.
Σημασιολογία
Τὸ ἐργαστήριον τοῦ ἀμπατζῆ, ἤτοι τοῦ κατασκευάζοντος καὶ πωλοῦντος ἐνδύματα ἐξ ἐρέας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA