ἀμπεγέντιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπεγέντιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπεγέντιστος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀbεγέdιστος Ἄνδρ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀπεγέντιστους Λυκ. (Λιβύσσ.)ἀπεέντιστος Ἤπ. ἀπεέντητος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπεγεντιστὸς < μπεγεντίζω, παρ᾿ὃ καὶ πεγεντίζω καὶ πεγεντῶ.
Σημασιολογία
Α)Παθ. 1)Ὁ μὴ ἀρέσκων, ὁ περιφρονητέος Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.)κ.ἀ. 2)Ὁ κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν μὴ τιμηθεὶς διὰ προσφορᾶς τινος Ἄνδρ. Β)Ἐνεργ. 1)Ὁ μὴ σεβόμενος, ὁ μὴ ἐκτιμῶν τινα Κύπρ. 2)Ὁ ὑπερήφανος Ἤπ. Συνών. ἀκατάδεχτος 1, ἀντίθ. καταδεχτικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA