ἀμπελ͜ειὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελ͜ειὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμπελ͜ειὰ ἡ, Ἀμοργ. Κύπρ. Σικιν. Σίφν. κ.ἀ. — Λεξ Μ. Ἐγκυκλ. ἀbελ͜ειὰ Θήρ. Σύμ. ἀμπεγ͜ειὰ Σίφν. ἀμπιλειὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμπελεία. Πβ. IRB, I, 195,2
Σημασιολογία
«[ὁ]ρί[ξ]αντι τὰν ἐπὶ τοῦ πεδ[ί]ου ἀμπελείαν». 1)Τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου Ἀμοργ. Θήρ. Κύπρ. Σίκιν. Σίφν. κ.ἀ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.: Γρ͜αιὰ ἀbελ͜ειὰ Θήρ. Ἕναν ἀbέλιν μὲ τέσσερεις ἀbελ͜ειὲς αὐτόθ. || ᾎσμ. Νᾶ ἤξερα τὴν ἀbελ͜ειὰ ποῦ ἔκοψαν τὸ στεφάνι, νὰ πῆα νὰ τὴ bότιζα νερὸ τοῦ Ἰορδάνη Θήρ. Συνών. κλῆμα. β)Ἱμάς, διὰ τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ὁ κώδων ἐκ τοῦ λαιμοῦ προβάτου κττ. (πιθανῶς ἀρχικῶς ἦτο κλάδος ἀμπέλου)Σύμ. Πβ. τσαμπάλι. 2)Τόπος, ἔνθα πρότερον ἦτο πεφυτευμένη ἄμπελος, ὅπου δύνανται νὰ σῴζωνται καί τινα κλήματα Στερελλ. (Αἰτωλ.)— Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.: Αὐτὸς οὑ τόπους ἰδῶ μέσα εἶνι οὕλου ἄμπιλ͜ειὲς Αἰτωλ. Ἦταν νιˬὰ βουλὰ ἀμπιλ͜ειὰ τοῦτου τοὺ μέρους αὐτόθ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀμπιλ͜ειὰ καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Αἰτωλ.)Πβ. ἀμπελότοπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA