ἀμπέλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπέλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπέλι τό, ἀμπέλιν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.)ἀμπέλι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.)Πόντ. (Ἀμισ.)ἀμ-πέλι Ἀπουλ. ἀbέλι πολλαχ. ἀμπέ΄ βόρ. ἰδιώμ. ἀbέ᾿πολλαχ. ἀμπέλ΄Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.)Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ.)ναμπέλι Σῦρ. (καὶ ἀμπέλι)᾿ μπέλι Θρᾴκ. (Μυριόφ.)᾿ bέλι Κάλυμν. Πληθ. ὀνομαστ. ἀμπέγιˬα Ἀπουλ. (Στερνατ.)Σίφν. ἀμπέλα Νάξ. (Βόρθ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀμπέλιον. Ὁ τύπ. ἀμπέλιν ἤδη μεσν.
Σημασιολογία
1)Τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου, τό φυτὸν τῆς ἀμπέλου Αἴγιν. Ἀπουλ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Τρίπ. κ.ἀ.) Τῆν Χίος κ.ἀ. — Λεξ. Ἠπίτ.: Ἔδωσα τῆς κόρης μου προῖκα ἑκατὸ ἀμπέλιˬα Αἴγιν. Ἔχομε πολλὰ ἀμπέλ, ἄμα ἐφέτ᾿οὔτ᾿ ἐφέρανε σταφύλ Ὄφ. Ἀμπέλ πολύκλαδα! (εὐχὴ κατὰ τὸν γάμον. Πβ. εὐχὴν τῆς στέψεως ἐν Εὐχολογ. 317 <ἔκδ. Goar> «ὕψωσον αὐτοὺς ὡς τὰς κέρδους τοῦ Λιβάνου, , ὡς ἄμπελον εὐκληματοῦσαν!»)Ἀμισ. Ἀμπέλιν καὶ κλαδία νὰ ποί᾿ σε ὁ Θεός! (ὁμοία τῇ προηγουμένῃ)Κερασ. || ᾎσμ. Ἀκρίτας κάστρον ἔχτιζεν κιˬ Ἀκρίτας περιβόλιν, ὅσα τοῦ κόσμου τὰ φυτὰ ἐκεῖ φέρ᾿ καὶ φυτεύει κιˬ ὅσα τοῦ κόσμου τ᾿ἀμπέλ ἐκεῖ φέρ᾿ κιˬ ἀμπελώνει Τραπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Συνών. ἄμπελος 1, κλῆμα. β)Κλάδος κλήματος δυνάμενος νὰ φυτευθῇ ὡς καταβολὰς Κύπρ. γ)Ὁ κορμὸς τῶν ἑλισσομένων φυτῶν, οἶον κολοκύνθης, φασηόλων Πόντ. (Σάντ.)Συνών. κλημί. δ)Ἐξάνθημα ἑρπηστικόν, ἕλκος τοῦ τριχωτοῦ μέρους τῆς κεφαλῆς τῶν μικρῶν παιδίων Δαρδαν. — Λεξ. Δεὲκ Λάουνδ. Βυζ. Συνών. αἴτιον 3, ἀμελέτητο (ἰδ. ἀμελέτητος 1 ις) , ἀμπελοκλάδι 5. ε)Ἕλκος ἐπὶ τῶν παρειῶν τῶν βρεφῶν Θρᾴκ. (Μάδυτ.)2)Ἐκτασις γῆς πεφυτευμένη διὰ κλημάτων, ἄμπελος, ἀμπελών κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Στερνατ. κ.ἀ.)Καλαβρ. (Μπόβ.)Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.)Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τρίπ. Τραπ. κ.ἀ.) : Δουλεύω-κλαδεύω-ξελακκώνω-ξεφυλλίζω-σκάβω-τρυγάω-φυτεύω ἀμπέλι κοιν. Ἀκκίζω τ᾿ἀμπέλι (λακκίζω, κατασκευάζω λάκκους περὶ τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου)Νάξ. (Βόρθ.)|| Φρ. Ἐπῆγε σὰν τὸ σκυλλὶ᾿ ς τ᾿ἀμπέλι (ἐπὶ τοῦ φονευθέντος ἢ παθόντος τι ἄνευ τιμωρίας τοῦ ἐνόχου Πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1930 σ. 436)σύνηθ. Πιάσ᾿τ᾿ἀμπέλια του (ἐπὶ τοῦ διαφυγόντος καὶ δραπετεύσαντος)πολλαχ. Ηὗρ᾿ἀbέλι δίχως σκύλλο (ἐπῖ τῶν μὴ προσκρουόντων εἰς ἀντίδρασιν)Κρήτ. Ἔ᾿ἀbέ᾿(εἶναι ἠλίθιος)Λέσβ. Μ͜οιάζει σὰν τζορbατζίδικ᾿ἀμπέλι (ἐπὶ ἐργασίας ἀμελῶς γενομένης ὑπὸ ξένων ἕνεκα ἀφροντισίας τοῦ κυρίου)Α.Ρουμελ. (Σωζοπ.)Τ᾿ἀbέλιˬα του κούτσουρα (ἐπὶ τοῦ ὅλως ἀφρόντιδος)Κεφαλλ. Εἶν᾿ ἀbέ᾿ἀκλάδιφτου (ἐπὶ ἀμαθοῦς)Σάμ. Σὰν δὲν ἔχῃς δουλ͜ειά, πήγαινε ᾿ςτ᾿ ἀμπέλι νά ᾿βρῃς (ὅτι ἡ ἄμπελος κατὰ πᾶσαν ἐποχὴν τοῦ ἔτους ἐχει ἀνάγκην φροντίδος)Αἴγιν. Μπῆκε ᾿ς τ᾿ἀμπέλιˬα (ἐπὶ ἐκείνου, ὅστις ἀρχίζει νὰ καταλαμβάνεται ὑπὸ τῆς ζάλης τῆς μέθης)Πελοπν. (Καλάβρυτ.)κ.ἀ. Εἶναι μέσ᾿ ᾿ς τὴ μέση ᾿ς τ᾿ἀμπέλι (συνών. τῇ προηγουμένῃ)Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.)Ἐπέρασε ἀπὸ τ᾿ἀμπέλια (συνών. τῇ προηγουμένῃ)Ἤπ. κ.ἀ. Εἶναι μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀμπέλι μπασμένος (συνών. τῇ προηγουμένῃ Πβ. ἐν Ἀνθολ. παλατ. 7,384 «γραῦς ἀμπελίνη»,ἐπὶ μεθύσου)Πελοπν. (Κλουτσινοχ.)κ.ἀ.᾿Σ τ᾿ ἀμπέλι τὸν εἴχαμε (ἐπὶ τοῦ ἀπλήστως τρώγοντος. Ἡ ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐργασία οὖσα βαρεῖα προκαλεῖ καὶ μεγάλην πεῖναν)Πελοπν. Ἄςἔρθῃ νὰ μοῦ κάμῃ τ᾿ἀμπέλι χωράφι (λέγεται τοῦτο ὑπὸ τοῦ ἀκούοντος ἀπειλάς, ἅς περιφρονεῖ)Πελοπν. (Ἄργ.)Τώρᾳ bήκαμε ᾿ςτ᾿ ἀbέλιˬα (τώρᾳ ἐνοήσαμεν. Πβ. συνών. φρ. τώρᾳ μπήκαμε ΄ς τὸ νόημα)Κεφαλλ. Ἀbέλι χωράφι (φρ. παιδικὴ κατὰ τὴν διανομὴν εἰς δύο ἴσα μέρη πράγματός τινος)Κεφαλλ. Κάνε ἀμπέλιˬα (φρ. κατὰ τὴν παιδιὰν τὴν λεγομένην ἀμπελάκι, δι΄ ἦς διατάσσεται ὁ φύλαξ νὰ ἀπομκρυνθῇ τοῦ κύκλου διὰ νὰ ἔχουν οὕτως οἱ παῖκται διάστημα πρὸς ἐλευθέραν κίνησιν)Πελοπν. (Χοτοῦσ.)|| Παροιμ. Πὄχ΄ ἀμπέλιˬα ἄς βάλ᾿ ἀργάτες | καὶ καράβιˬα καλαφάτες (ὅτι ὀφείλουν νὰ φροντίζουν περὶ πράγματός τινος οἱ περὶ αὐτοῦ ἐνδιαφερόμενοι. Πβ. καὶ τὴν σύνων. φρ. ὅπ͜οιος ἔχει τὰ γέν͜εια ἔχει καὶ τὰ χτένιˬα)Κωνπλ. κ.ἀ. Ἀπὸ μικρὸς ἐφύτευεν ὁ φρόνιμος ἀbέλι κιˬ ἀγάλη ἀγάληˬα ἐγίνηκε ἡ ἀγουρίδα μέλι. (τὰ καλὰ ἔργα ἐν τέλει ἀμείβονται)Κεφαλλ. κ.ἀ. Ἐκ͜ειὸς ποῦ μᾶς χρώσταε μᾶς πῆρε καὶ τ᾿ ἀbέλι (ἐπὶ τοῦ ἄγαν ἀφικοῦντος)Κεφαλλ. Τ᾿ἀμπέλιˬα θέν ἀμπελουργοὺς καὶ τὰ καράβιˬα ναῦτες, τὰ ροῦχα τὰ μεταξωτὰ κορμιὰ γιˬὰ νὰ τὰ βάζουν (ὅτι τὰ μεγάλα ἔργα ἀπαιτοῦν δεξιοὺς καὶ ἐμπείρους ἐργάτας)ἀγν. τόπ. Τ᾿ἀμπέλι θέλ΄ ἀμπελουργό, τὸ σπίτι νοικοκύρι (συνών. τῇ προηγουμένῇ)ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 290,86. Τοῦ νοικοτσυροῦ τὸ μάτιν κοπριˬὰ ᾿ς τ᾿ ἀμπέλι (μόνον ὁ ἰδιοκτήτης φροντίζει εἰλικρινῶς περὶ τῶν κτημάτων αὑτοῦ)Μεγίστ. Ὅταν δῇς ἀρκούδα ᾿ς τοῦ γειτόνου τ᾿ ἀμπέλι, περίμενέ την καὶ ᾿ς τὸ δικό σου (ὅτι εἶναι ὀρθὸν καὶ σύμφορον νὰ βοηθῇ τις τὸν γείτονα ἀπειλούμενον ὑπὸ κινδύνου)Ιβενιζέλ. Παροιμ. 2 234,839. Τὰ δικά σ᾿ τ᾿ ἀμπέλιˬα φράζε καὶ τὰ ξένα μὴ γυρεύῃς (μἠ πολυπραγμόνει περὶ τῶν ξένων ὑποθέσεων)ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 286,24 Τί σὲ μέλει ᾿ πὸ τοῦ παππᾶ τ᾿ ἀμπέλια καὶ ρωτᾷς; (συνών. τῇ προηγουμένῃ)ἀγν. τόπ. || ᾎσμ. Ἀbέλι μου φαρδόφυλλο καὶ φουdοκλαδεμένο, θὰ σὲ πουλήσω, ἀbέλι μου, καὶ θὰ σὲ παζαρέψω, χρέος πολὺ μὲ ρίξανε, νὰ τὸ πλερώσω θέλω. Θρᾴκ. Συνών. ἀμπελεˬῶνας, ἀμπελῶνας. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀμπέλ᾿ Ἤπ. Ἀμπέλιˬα πολλαχ. Ἀμπέλ Πόντ. (Τραπ.)3)Κῆπος Μεγίστ. Πόντ. (Ἀμισ.) 4) Ἀγρὸς Χίος Πβ. ἀμπελότοπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA