ἀμπελιˬάτικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελιˬάτικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπελιˬάτικο τό, Λεξ. Ἠπίτ. ἀ bελιˬάτικο Ἄνδρ. Πελοπν. (Οἰν.)κ.ἀ. ἀμπιλιˬάτ᾿κου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ οὐδ. τοῦ ἐπίθ. *ἀμπελιˬάτικος οὐσιαστικοποιηθὲν.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἀμπελοφύλακος Ἄνδρ. Πελοπν. (Οἰν.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)κ.ἀ. Συνών. ἀμπελικιˬάτικα, ἀμπελοφυλακιˬάτικο. 2)Ἐνικ. καὶ πληθ., ὁ ἀμπελικὸς φόρος Πελοπν. — Λεξ. Ἠπίτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA