ἀμπελοκλάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελοκλάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπελοκλάδι τό, ἀμπελοκλάδιν Πόντ. (Κερασ.)ἀμπελοκλάδι Εὔβ. (Κύμ. Χάλκ.)Θρᾴκ. Κῶς Μεγίστ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ.)Ρόδ. — Λεξ. Αἰν. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. ἀμπελοκλάδ’ Θρᾴκ. ἀbελοκλάδι Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων.)ἀbιλουκλάδ’ Θεσσ. (Καλαμπάκ. Κανάλ. Μπάκρεν.)Λέσβ. ἀμπενοκλάδι Ἀθῆν. Ζάκ. Κύθηρ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)Χίος — Λεξ. Δεέκ ἀbενοκλάδι Κεφαλλ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.)‘μπεοκάδι Τσακων. ’μπενοκλάδι Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάμ.)‘μπενουκλάδι Πελοπν. ‘bενουκλάδι Πελοπν.(Μάν.)bινοκλάδι Πελοπν. (Λακων.)‘bερδοκλάδι Κρήτ. ἀμπελόκλαδο Σίφν. ἀμπελόκλαο Κάρπ. ἀbελόκλαδο Κύθν. Πέλοπν. (Λακων.)ἀμπενόκλαδο Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀμπελοκλάδιν. Τὸ ἀμπενοκλάδι, ὃ καὶ παρὰ Σομ., δι΄ ἀνομ. ὡς καὶ ἀμπελόφυλλο - ἀμπενόφυλλο. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,328. Τὸ ‘μπεοκλάδι ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ‘μπελοκλάδι.

Σημασιολογία

1)Ὁ κλάδος τοῦ κλήματος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασμ.) : ᾎσμ. Μουδὲ ‘ς τ’ ἀμπέλ ‘γόνεψεν μουδὲ ‘ς τ’ ἀμπελοκλάδ (ἐνν. τὸ πουλλὶ)Κερασ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπελόβεργα 1. β)Ὁ ἐκ κλαδευθέντος κλήματος ἐξερχόμενος ὀπός, φάρμακον δημῶδες Εὔβ. (Χαλκ.)Συνών. ἀμπελόνερο. γ)Κλάδος χρησιμοποιούμενος ὡς φράκτης εὶσόδου τοῦ περιβόλου τῶν ἀμπελώνων Κάρπ.: ᾎσμ. Θαρεῖς, μάννα, κ’ ἡ φυλακὴ πῶς εἶναι περιόλι, νὰ σύρῃς τ’ ἀμπελόκλαο νὰ μπῇς νὰ σιργιανίσῃς ; 2)Φυτὰ τοῦ γένους τοῦ ἐπιθύμου (cuscuta)τῆς τάξεως τῶν περιαλλοκαυλωδῶν (convolvulaceae)παράσιτα τῆς ἀμπέλου καὶ ἰδίως ἐπίθυμον τὸ κοινὸν (cuscuta epithymum)καὶ ἐπίθυμον τὸ μονόγυνον (cuscuta monogyna)Θεσσ. (Μπάκρεν.)Μέγαρ. κ.ἀ. — Λεξ. Αἰν. Συνών. ἀμπελοκλαδόχορτο, μαλλι̮ὰ τῆς Παναγίας (ἰδ. μαλλὶ) , νεραϊδόνημα, τῆς ἀλεποῦς ἢ τῆς κουρούνας τὸ μετάξι (ἰδ. μετάξι) . 3)Τὰ κληματώδη ἀναρριχώμενα φυτὰ τοῦ γένους τῆς ἀριστολοχίας, τῆς τάξεως τῶν ἀριστολοχιωδῶν (aristolochiaceae) , ἰδίως δὲ ἀριστολοχία ἡ στρογγύλη (aristolochia rotunda) , ἀριστολοχία ἡ μακρόρριζος (aristolochia longa)καὶ ἀριστολοχία ἡ κληματῖτις (aristolochia clematitis)Ἀθῆν. Θεσσ. (Καλαμπάκ.)Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.)Ρόδ. Τσακων. κ.ἀ. Πβ. ἀμπελοκλαδόρριζα 2, πικρόρριζα, πικρορρίζι, πλεμονόχορτο. 4)Τὸ φυτὸν αἰγόκλημα τὸ κοινὸν (lonicera caprifolium)τῆς τάξεως τῶν αἰγοκλημα τὸ κοινὸν (lonicera cparifolium)τῆς τάξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifoliaceae)Θεσσ. (Κανάλ.)Συνών. ἁγι̮όκλημα (II)1, ἁγι̮όφυλλο, ποντικε̮ά. 5)Τὸ νόσημα ἕρπης τοῦ προσώπου ἢ τῆς κεφαλῆς τῶν παιδίων (διότι θεραπεύεται μὲ τὸ ἀμπελοκλάδι)Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κῶς Λέσβ. Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)Στερελλ. (Μεσολόγγ.)κ.ἀ. Πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 30 (1919)Λεξικογρ. Ἀρχ. 31. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπέλι 1 δ. 6)Τὸ ἐρυσίπελας (ἰδ. σημ. 5) . Συνών. ἀνεμοπύρωμα. 7)Φλεγμονὴ τῶν παρὰ τὸν ὄνυχα μερῶν τῶν δακτύλων, παρωνυχία (ἰδ. σημ. 5)Θήρ. Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμελέτητος 1 ιη. 8)Ὀξίδωσις τοῦ στομάχου τῶν παιδίων προκαλοῦσα διάρροιαν καὶ κολικοὺς πόνους (ἰδ. σημ. 5)Ζάκ. Κύθηρ. Κύθν. Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάμ. Μάν.)— Λεξ. Αἰν.: Ἀμπενοκλάδι νὰ σὲ σφάξῃ! (ἀρὰ)Ζάκ. Νὰ σὲ κόψῃ κακὸ ἀμπελοκλάδι! Πελοπν. (Αἴγ.)|| Παροιμ. Ἀπάνω ‘ς τὸν περίδρομο φύτρωσε ‘bενουκλάδι (ἐπὶ συρροῆς ἀτυχημάτων)Μάν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Περὶ γέρ. 122 (ἔκδ. Wagner σ. 109)«νὰ κάψῃ ὁ Θεὸς τὰ ροῦχα του καὶ τὰ φλωριά του ὁμάδι | καὶ νὰ τὸν κάψῃ καὶ κακὸν θανάτου ἀμπελοκλάδι». Συνών. περίδρομος. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/