ἀμπελοκουρμούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελοκουρμούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμπελοκουρμούλλα ἡ, Κάρπ. ἀbελοκουρμούλλα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ κουρμούλλα.
Σημασιολογία
Κλῆμα, στέλεχος ἀμπέλου ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Χίλι̮α καληνωρίσματα ‘ς τὴν ἀbελοκουρμούλλα, ποῦ κάνει πλούσι̮ους καὶ φτωχοὺς καὶ τὰ ξεχνοῦνε οὕλα Κρήτ. Συνών. κούρβουλο, κούτσουρο, κουτσουρόκλημα. Πβ. ἀμπελοκουτσούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA