ἀμπελομάννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελομάννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπελομάννα ἡ, Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀμπιλουμάννα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ μάννα. Διὰ τὴν μεγεθυντικὴν σημ. τοῦ β’ συνθετ. πβ. ἀβγομάννα, ἀγγουρομάννα, ἀμπαρρομάννα, καβουρομάννα, κρομμυδομάννα κττ.

Σημασιολογία

1)Μεγάλη ἄμπελος ἔνθ’ ἀν. 2) Εὔφορος ἄμπελος ἐνθ’ ἀν.: Ἔχου νι̮ὰ ἀμπιλουμάννα! Εἶν’ τοὺ καλύτιρου ἀμπέ’ μέσ’ ‘ς τοὺ χουρι̮ό! Αἰτωλ. Ἀμπιλουμάννις αὐτές! Κάν’νι κρασὶ μπό’ κου ! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/