ἀμπελόπρασο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελόπρασο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπελόπρασο τό, Λεξ. Κομ. Δεὲκ Γαζ. (λ. γήθυον)Λάουνδ. Περίδ. ἀbελόπρασου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀμπελόπρασον.
Σημασιολογία
Τὸ ἄγριον ἢ κηπευόμενον λάχανον κρόμμυον τὸ ἀμπελόπρασον (allium ampeloprasum)τοῦ γένους τοῦ κρομμύο (allium)τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν ((liliaceae) . Πβ. ἀγριόπρασο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA