ἀμπελοτόπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελοτόπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
άμπελοτόπι τό, πολλαχ. ἀbελοτόπι Πελοπν. (Οἰν.)ἀμπιλουτόπ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)ἀbιλουτόπ’ Στερελλ. (Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀμπελοτόπιον.
Σημασιολογία
1)Τόπος περιέχων ἀμπελους ἔνθ’ ἀν. 2)Τόπος κατάλληλος πρὸς φύτευσιν ἀμπέλων ἔνθ’ ἀν.: Ἐκεῖ ἀπάνου ‘ς τὴν πλεύρα εἶναι καλὸ ἀbελοτόπι Οἰν. Πβ. ἀμπελε͜ιά, ἀμπελε̮ῶνας, ἀμπελολάσι, ἀμπελότοπος, ἀμπελοχώραφο, ἀμπελοχώριν, ἀμπελῶνας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA