ἀμπελουργὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελουργὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπελουργὸς ὁ, σύνηθ. ἀbελουργὸς πολλαχ. ἀμπιλουργὸς πολλαχ. ἀbιλουργὸς Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)κ.ἀ. ἀμπελουργι̮ὸς Ρόδ. ἀμπελουρgι̮ὸς Ρόδ. ἀμπελουρgὸς Κύπρ. ἀμπελουρκὸς Κύπρ. Θήλ. ἀbελουργοῦ Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀμπελουργὸς. Διὰ τὸν τύπ. Ρόδ. ἀμπελουργι̮ὸς πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθ. ἀργάτης-ἀργι̮άτης, ἀργὸς-ἀργι̮ός. κττ.
Σημασιολογία
1)Ὁ καλλιεργητὴς τῆς ἀμπέλου σύνηθ. : Παροιμ. Τ’ ἀμπέλι̮α θέν ἀμπελουργοὺς καὶ τὰ καράβι̮α ναῦτες, τὰ ροῦχα τὰ μεταξωτὰ κορμι̮ὰ γιὰ νὰ τὰ βάζουν (ὅτι τὰ μεγάλα ἔργα ἀπαιτοῦν εἰδικούς καὶ ἐμπείρους ἐργάτας. Ἡ παροιμ. μετὰ πολλῶν παραλλαγῶν πολλαχ.)ΝΠολίτ. παροιμ. 2,168. || ᾎσμ. Ἡ μάννα μ’ εἶν’ ἀμπιλουργὸς κι̮ ἀφέντης μου δραγάτης Ἤπ. (Τζουμέρκ.)Ἡ σημ. ἀρχ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀbελουργὸς Κύθν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπελάρις. β)Ὁ διευθύνων τὴν ἐργασίαν τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, ὅστις εἶναι καὶ εἰδικὸς περὶ τὴν περιποίησιν τῶν κλημάτων Μῆλ. 2)Ὁ φύλαξ τῶν ἀμπέλων Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπελᾶς 3. 3)Εἶδος κοχλίου διαιτωμένου ἐν ταῖς ἀμπέλοις Χίος (Συκ. κ.ἀ.)Συνών. ἀμπελίτης. 4)Τὸ πτηνὸν ἀμπελοπούλλι 1, ὃ ἰδ., σύνηθ.: Ὅταν ἔρτῃ ὁ ἀbελουργὸς φεύγουν τὰ τρυγόνι̮α Κεφαλλ. (Λειξούρ.)Πβ. ἀρχ. ἀμπελίς, ἀμπελίων. 5)Φυτόν τι τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν Σέριφ. Συνών. ἀγριάδα (I)5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA