ἀμπελουρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελουρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμπελουρίδα ἡ, Αἴγιν. κ.ἀ. — Λεξ. Ἠπίτ. Μ. Ἐγκυκλ. — ΠΓεννάδ. 1042.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπελουρε̮ὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδα.
Σημασιολογία
1)Τὸ φυτὸν ἀμπελουρε̮ά, ὃ ἰδ., Λεξ. Ἠπίτ. — ΠΓεννάδ. ἔνθ’ ἀν. 2)Τὸ φυτὸν στρύχνος ὁ κηπαῖος ἢ ἐδώδιμος, ἤτοι διάφοροι ποικιλίαι τοῦ solanum nigrum (πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 <1923> 220)Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Συνών. ἀγριοντομάτα, ἀγριοντοματε̮ά, ἀγριοσταφυλε̮ὰ 1, ἀγριοστάφυλο 1, βρομοβότανο, βρομόχορτο, μαυρόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA