ἀμπελοφύλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελοφύλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπελοφύλακας ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀμπελοφύλαξ.
Σημασιολογία
Ὁ φυλάσσων. τὰς ἀμπέλους πολλαχ.: Μπαίνω ἀμπελοφύλακας (μπαίνω=διορίζομαι)Εὔβ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπελᾶς 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA