ἀμπιτάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπιτάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπιτάκι τό, Κορσ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄμπιτο.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἔνδυμα: ᾎσμ. Βάλτε μου τ’ ἀμπιτάκι μου μὲ τὸ μοδέρνο τάλι̮ο. Συνών. ρουχαλάκι, ρουχούδι, φορεματάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA