ἄμπιτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμπιτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπιτο τό, ἄbιτο Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Σῦρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. αbito

Σημασιολογία

1)Γυναικεῖον ἔνδυμα ἑορτάσιμον ἢ νυμφικὸν ἐκ μετάξης Κέρκ. Κεφαλλ. Συνών. βελέσι. 2)Περίαπτον ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ ἐξαρτώμενον καὶ φέρον εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπὶ λευκοῦ ὑφάσματος ἀποτετυπωμέμην καὶ προσερραμένον ἐπὶ μελανοῦ τετραγώνου ἐριούχου ὑφάσματος Παξ. Σῦρ. κ. ἀ.: Ἀπάνω στὸ ἀπανωπροίκι θὰ τῆς δώσῃ ἕνα ἄbιτο μὲ φλωρι̮ὰ Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/