ἀμπλάκης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπλάκης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπλάκης ὁ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.)ἀπλάκης Μακεδ. (Καστορ.)γι̮αμπλάκης Καππ. (Σινασσ.)Οὐδ. ἀμπλάκικο Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. αblαk.

Σημασιολογία

1)Νέος ἀμύσταξ. Ἤπ. Καππ. (Σινασσ.) : Ἀμπλάκης εἶναι ἀκόμα Ἤπ. Ἀμπλάκικο παιδὶ αὐτόθ. 2)Ἐπιθετ. ἐπιπόλαιος, κοῦφος, ἀνόητος Ἤπ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.)Μακεδ. (Καστορ.) : Πολὺ ἀμπλάκης ἄνθρωπος φαίνεται Ἤπ. Συνών ἀγαθὸς Α3, ἄλαφρὸς 9, βλᾶκας, μωρός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/