ἀμπόδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπόδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμπόδιστος ἐπίθ. ἀνεμπόδιστος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Χίος — Λεξ. Ἠπίτ. Περίδ. — ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 51 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.² 34 ἀνεμπόδιγος πολλαχ. ἀνιμπόδ'γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)ἀμπόδιστος σύνηθ. ἀμπόδιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀμπόδ'τους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μποδιστὸς < μποδίζω. Ὁ τύπ. ἀνεμπόδιστος καὶ μεταγν. Τὸ ἀμπόδ'-τους ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀμπόδητος, ὃ κατὰ τὰ ἐκ τῶν περισπωμένων ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ἀκώλυτος, ἐλεύθερος κοιν.: Περνᾷ ἀνεμπόδιστος Χίος Τριγύριζε'ς τοὶς στάνες κ' ἔμπαινε ἀνεμπόδιστη 'ς τὰ μαντρι̮ὰ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ' ἀν. || Ποίημ. Οὔτε σπίτι̮α οὔτε καλύβι̮α | δὲν σοῦ πόδισαν ποτέ, δὲ σοῦ κάρφωσαν τὸ δρόμο | τὸν παντοτινό, τὸν ἀνεμπόδιστο Γύφτε, ἀταίρι̮αστε λαέ ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἄν. 2)Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δύναταί τις νὰ εἰσέρχεται ἀκωλύτως, ὁ ἔχων ἐλευθέραν εἴσοδον Στερελλ. (Αἰτωλλ.) : Εἶνι ἀνιμπόδ'γους οὑ κῆπους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/