ἀμπονᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπονᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπονᾶτος ὁ, Ἀθῆν. — ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 81 ἀbονᾶτος Ζάκ. Κεφαλλ. Νάξ. κ. ἀ. ἀbουνᾶτους Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. αbοnαtο.

Σημασιολογία

1)Τακτικὸς ἐπισκέπτης Ἀθῆν. Ζάκ. Ἴμβρ. Κεφαλλ. Νάξ. κ. ἀ.: Πάλι ἦρθες, μήπως σ' ἔχομε ἀμπονᾶτο; Ἀθῆν. Τί, ἀbονᾶτος μᾶς ἔγινες; Νάξ. Ἀbονᾶτο τὸν ἔχω κάθε ἑβδομάδα αὐτόθ. Εῑνι ἀbουνᾶτους 'ς τοὺ πίτ' μας Ἴμβρ. Dοὺν ἔχουμ' ἀbουνᾶτου, κάθι μέρα νά dουν ἔρχιτι αὐτόθ. 2)Ὄνομα ἰχθύος ἐρυθρωποῦ καὶ λαιμάργου ζῶντος παρὰ τοὺς βράχους ΑΜαμμέλ. ἔνθ. ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/