ἄμπουλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμπουλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄμπουλλα ἡ, Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.)Ἰων. (Κρήν.)Καππ. (Σινασσ.)Νάξ. Πελοπν. (Καρδαμ.)— Λεξ. Δεὲκ Βλαστ. ἄμπ'λλα Προποντ. (Κύζ.)ἀμπούλλα Πελοπν. (Καρδαμ.)ἀμπούα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἄμπουλλα.

Σημασιολογία

1)Ὑαλίνη φιάλη, ἐν ᾖ τίθεται ὑγρὰ Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.)Ἰων. (Κρήν.)Καππ. (Σινασσ.)Νάξ. Προπ. (Κύζ.)— Λεξ. Δεὲκ.: ᾎσμ. Λάμπουν τὰ δυ̮ό σου μάγουλα | σὰν τὸ κρασί 'ς τὴν ἄμπουλλα Κρήν. Συνών. ἄμουλα, μποττίλι̮α, μπουκκάλι. 2)Ἐξάνθημα πυῶδες Πελοπν. (Καρδαμ.): Ἔχω μι̮ὰ ἀμπούλλα 'ς τὸ χέρι. 3)Ἀσκὸς ἐκ δέρματος Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/