ἄμπουρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμπουρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄμπουρος ὁ, Ἤπ. ἄμπουρους Ἤπ. (Παραμυθ.)Μακεδ. (Βελβ. Ζουπάν. Καταφύγ. Κοζ. Σιάτ.)ἄμπῤους Ἤπ. (Ζαγόρ. Παραμυθ.)Μακεδ. (Καστορ.)— Λεξ. Ἠπίτ. ἄb'ρους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)ἄμπουρας Μακεδ. (Ζουπάν.)ἄμπ'ρας Ἤπ. (Τζουμέρκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. αburu = ἀτμός.
Σημασιολογία
Ἀτμὸς ἀναδιδόμενος ἐκ τῆς ἀναπνοῆς, ἐκ βραζομένων οὐσιῶν ἢ ἐξ ὑγρῶν ἐπιφανειῶν ἐξατμιζομένων κττ. ἔνθ' ἀν.: Ἄρχισι νὰ βγαί' ἀποὺ τοὺ φαητὸ ἄb' ρους Ἀδριανούπ. Τοὺ δουμάτι̮ου ζιστάθ'κι μόνου μὶ τοὺν ἄμπουρου Κοζ. Συνών. ἀχνός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA