ἀμπωμάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπωμάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπωμάρα ἡ, ἀπ-πωμάρα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμπωμα, δι' ὅ ἰδ. ἄμπωσμα, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα.

Σημασιολογία

Ἔπαρσις, κομπασμός. Πβ. φούσκωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/