ἀμπωστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπωστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπωστὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπωστὸς ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1928)287. ἀbωστὸς Κρήτ. ἀπ-πουστὸςΛυκ. (Λιβύσσ.)ἀπωχτὸς ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1928)287. ἀbωχτὸς Κρήτ. 'π-πωτὸς Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀπωστός.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ὅστις ὠθεῖται ὑπό τινος, ὠθούμενος ἔνθ'ἀν.: Ἀbωχτὸ τὸν ἔβγαλα ὄξω Κρήτ. 'π-πωτὸν τὸν ἐφέρασι Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/