ἀμυγδαλαρρωστῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλαρρωστῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμυγδαλαρρωστῶ ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ τοῦ ρ. ἀρρωστῶ.
Σημασιολογία
Ἀσθενῶν μαραίνομαι καὶ φαίνομαι ὅμοιος πρὸς τὸ ἀτροφικὸν ἀμύγδαλον: ᾎσμ. Γι̮ὰ σἐν' ἀμυγδαλαρρωστῶ καὶ καρυδοδι̮αβαίνω καὶ σταφιδομαραίνομαι κι̮ ἀνθρώπου δὲν τὸ λέγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA