ἀμυγδαλᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυγδαλᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμυγδαλᾶτος ἐπίθ. σύνηθ. 'μυγδαλᾶτος πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀμυγδαλᾶτος.

Σημασιολογία

Α)Ἐπιθετικ. 1)Ὁ ἔχων σχῆμα ἀμυγδάλου, ἀμυγδαλοειδὴς σύνηθ.: Κάρβουνο ἀμυγδαλᾶτο. Μάτι̮α ἀμυγδαλᾶτα σύνηθ. || Ποίημ. Σπίθες πετοῦν, φωτι̮ὲς καὶ λαύρες τ' ἀμυγδαλᾶτα δυ̮ό σου μάτι̮α ΝΠετμεζ. Ἁπλ. λόγ. 26. Συνών. ἀθασωτός, ἀμυγδαλένι̮ος 1, ἀμυγδαλωτός. Πβ. καρυδᾶτος, φουντουκᾶτος. β)Ὁ ἔχων μέλαν στίγμα σχήματος ἀμυγδάλουὑπὸ τὸν ἐσωτερικὸν κανθὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐπὶ προβάτων Δ.Κρήτ. Συνών. ἀμυγδαλομαυρόμματος. γ)Ὁ ἔχων μέγεθος ἀμυγδαλου ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 101: Ποίημ. Ἥλι̮ο εὶς τοὺς ἐφέδρους μας νὰ σποῦν ἀμυγδαλᾶτες, ψευδοπολέμους 'ς τὸ Σταυρό, κηδεῖες καὶ παράτες (ἀμυγδαλᾶτες ἐνν. ψεῖρες) . Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 4,11 (ἔκδ. Hesseling. - Pernot)«αὐτος, ὁ κόλπος του ἔγεμε φθεῖρας ἀμυγδαλάτας». 2)Ὁ ἔχων μικροὺς ὄρχεις ὡς ἀμύγδαλα, ἐπὶ ἀνδρὸς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Β)Τὸ οὐδ. οὐσ. 1)Πλακούντιον ἐξ. ἀμυγδάλων κοπανισμένων, ἀλεύρου, ζαχάρεως καὶ ἀνθονέρου πολλαχ. Συνών. ἀμυγδαλένι̮ο (ἰδ. ἀμυγδαλένι̮ος 2) , ἀμυγδαλωτὸ (ἰδ. ἀμυγδαλωτός) . 2)Γλύκυσμά τι, εἶδος χαλβᾱ περιέχον ἀμύγδαλα — Λεξ. Περίδ. Βυζ. Ἠπίτ. Συνών. μαντολᾶτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/