ἀμυγδάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμυγδάλι τό, (Ι)Κρήτ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλος.
Σημασιολογία
1)Μικρὰ ἀγρία ἀμυγδαλῆ. 2)Μικρὰ ράβδος ἐξ ἀγρίας ἀμυγδαλῆς: Νὰ φάς θές ξύλο μὲ τ' ἀμυγδάλι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA