ἀμυγδαλοκωλῆνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλοκωλῆνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμυγδαλοκωλῆνα ἡ, Πελοπν. (Δημητσάν.)’μυγδαλοκωλῆνα Πελοπν. (Λάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ κωλῆνα, περὶ οὗ ἰδ. ΒΦάβην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923)358.
Σημασιολογία
Ὁ ἐδώδιμος καρπὸς τῆς ἀμυγδαλῆς ἔνθ’ ἀν. : Ἡ γυναῖκα ἔφερε γιὰ φίλεμα ’μυγδαλοκωλῆνες, καρυδοκωλῆνες, μέλι Λάστ. Συνών. ἰδ. ἐν ἀμυγδαλόκαρπος. Πβ. καρυδοκωλῆνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA