ἀμυγδαλὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμυγδαλὸς ἐπίθ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 148.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ός, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ἀν. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. κάστανο-καστανός, μέλισσα-μελισσὸς κττ.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων χρῶμα ἀμυγδάλου. Συνών. ἀμυγδαλίς. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων Ἄνδρ. Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA