ἀμυγδαλοτσάκισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλοτσάκισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμυγδαλοτσάκισμα τό, Κάσ. κ.ἀ. (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1 <1870> 303)ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 260.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ τσάκισμα.
Σημασιολογία
Συνήθως ἐν τῷ πληθ., ἀκκισμοί, ἐρωτοτροπίαι ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἀμυγδαλοτσακίσματα | εἶν’ τῆς ἀγάπης πείσματα Κάσ. Ἀμυγδαλοτσακίσματα | τῆς ἀγάπης παρηγορήματα (Νεοελ. Ἀνάλ. Παρνασσ. ἔνθ’ ἀν.)Πβ. ἀμυγδαλογελάστρα, ἀμυγδαλογελοῦσα, ἀμυγδαλοτσακίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA