ἀμυλαρωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυλαρωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμυλαρωτὸς ἐπὶθ.’μυλ-λαρωτὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀμυλαρώνω.

Σημασιολογία

Λιπαρός, λιπώδης : Τὸ λαρτὶν ἔν’ μυλ-λαρωτὸν πολ-λὰ τ’ ὲν τρώεται (λαρτὶν = πάχος, λίπος τοῦ κρέατος) . Συνών. *ἀμυλωτός, ἀντίθ. ἀμύλωτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/