ἀμύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμύριστος ἐπίθ. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.)Πόντ. (Οἰν.)κ.ἀ. — Λέξ. Δεέκ. Λάουνδ. Περίδ. — ΓΔροσίν. Ἀγροτ. Ἑπιστ. 85 ἀμύριστους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Μακέδ. Σάμ. κ.ἀ. ἀμύριχτος Πόντ (Κοτύωρ.)ἀμύριγος Πόντ.(Χαλδ.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀμύριστος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μή μυρίζων, ὁ μὴ ἀναδίδων ὀσμήν, ἄοσμος Ἤπ. Μακεδ. Πόντ. (Οἰν.)— Λεξ. Δεέκ. Λάουνδ. — ΓΔροσίν. ἔνθ. ἀν.: Ἀμύριστο βούτυρο – τυρὶ Ἤπ. || Ποίημ. Μέσ’ ‘ςτὸ βιβλίο τὰ‘κλεισες ‘ς τὸ φύλλο σου σημάδι, ‘ς τὴν ἴδια θέσι τους κλειστὰ τὰ βρῆκα τὰ καη̮μένα, ἀμύριστα, παντέρημα, θλιμμένα σὰν κ’ ἐμένα ΓΔροσίν. ἔνθ. ἀν. Συνών. ἄμυρος 1. 2)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ὠσφράσθη τις Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ.)Ἰων. (Κρήν.)Πόντ.(Κοτύωρ. Χαλδ.)Σάμ. κ.ἀ.: Λουλούδι ἀμύριστο Κρήν. Οὕλα φέρτς ‘ς σὸ μυτί σ’, τιδὲν ἀμύριχτο ‘κ’ ἀπελέκ’ς (ὅλα τὰ φέρεις εἰς τὴν μύτιν σου, τίποτε δέν ἀφίνεις χωρὶς νὰ τὸ μυρισθῆς. Τὸ ‘κ’ ἀπελέκ’ς ἐκ τοῦ ‘κὶ ἀπελέκεις)Κοτύωρ. Ἐμυρίστεν οὕλ τὰ μῆλα κ’ἐφῆκεν ἕναν ἀμύριγον (ἐμυρίσθη ὅλα τὰ μῆλα καὶ ἀφῆκε ἕν χωρὶς νὰ τὸ μυρισθῇ. Ἐκπαραμυθ.)Χαλδ. || Φρ. Γαρούφαλου ἀμύριστου (ἐπί ἁγνῆς παρθένου)Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA