ἀμφιβολία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμφιβολία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμφιβολία ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀμφιβολία.
Σημασιολογία
Ἐνδοιασμός περί τῆς ἀληθείας πράγματος τινος, δισταγμὸς, ἀβεβαιότης λόγ. σύνηθ.: Δὲν ἔχω κἀμμι̮ὰ ἀμφιβολία γι̮’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα -ὅτι θὰ μοῦ κάμῃς αὐτὴ τὴ χάρι κττ. Πβ. ἀθιβολή, ἀθιβολία, ἀναθιβολή, ἀφιλογή, παραθιβολή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA