ἀμφίβολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμφίβολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμφίβολος ἐπίθ.λόγ. σύνηθ. ‘βιβ’λους Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμφίβολος
Σημασιολογία
1)Ἀβέβαιος, ἀμφισβητήσιμος λόγ. σύνηθ.: Τὸ πρᾶμα εἶναι άμφίβολο. Εἶναι ἀμφίβολο ἄν θὰ ἔρθῃ - ἄν θὰ πάῃ κττ. 2)Ὁ ταλαντευόμενος, ὁ μετέωρος τὴν γνώμην Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA