ἀμωρέττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμωρέττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμωρέττα ἡ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. amoretto = έρωτιδεύς.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν σησαμοειδές τὸ εὔοσμον (reseda odorata) . Συνών. ρεζεντά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA