ἀμωρωζολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμωρωζολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμωρωζολογῶ ἀμάρτ. ‘μουρ’ζολοῶ Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμωρωζι̮ὰ καὶ τοῦ -λογῶ, περὶ οὖ ὡς παραγωγικῆς καταλ. ἰδ. Γχατζιδ. ἐν. Ἀθηνᾷ 22 (1910)248 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀγαπῶ τινα προτιθέμενος νὰ τὴν νυμφευθῶ: Ὁ δεῖνα τὴνε ‘μουρ’ζολοᾷ τὴν δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA