ἀναβάλλουσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβάλλουσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναβάλλουσα ἡ, Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. Σκῦρ. Χίος κ. ἀ. ἀναάλλουσα Κάρπ. ἀνεβάλλουσα Α.Κρήτ Νάξ. Παρ.ἀνεβάλλ’σα Πάρ.(Λεῦκ.) ἀνεβἀουσα Νάξ.(Κορων.) ἀναβαλλοῦσα Μύκ. ἀνεβαλλοῦσα Κυθν. Λεξ. Βλαστ. ἀνεγαλλοῦσα Σεριφ. ἀνιβά’σα Ἴμβρ. ἀλιβά’σα Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Τὸ θηλ. τῆς ἀρχ. μετοχ. ἀναβάλλων τοῦ ρ. ἀναβάλλω. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΨάλτην ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 17 κἑξ. Ἥ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Πηγή, τῆς ὁποίας τὸ ὕδωρ ἀναβρύει ἢ ἐκπηδᾷ ὡς πῖδαξ (διὰ τὴν σημ. πβ. Εὐστάθ. 1404, 38 «ἀναβάλλειν δὲ καὶ τὸ ἀνάγειν ἀναβάλλεται δὲ καὶ ὕδωρ διὰ σωλήνων ἢ κίονος ἢ οὕτω πως ἀναβαῖνον ἢ καὶ ἄλλως ἀναπηδῶν, ὡς δηλοῖ παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ κρήνη ὕδωρ ἀνέβαλλεν, ἀναπιδύον δηλαδὴ καὶ ἀναβλύζον») Ἴμβρ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Μύκ. ΞΝάξ. (Κορων. κ. ἀ.) Πάρ. Σαμοθρ. Σκῦρ. Χίος κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ.: Πάμε ᾿ς τὴν ἀνεβάλλουσα Νάξ. ’Σ τὸ προβόλι μου εἶναι μιὰ ἀνεβάουσα Κορων. Πάμε νά πάρουμι νιρό ἀπ᾿ d, ἀνιβάα Ἴμβρ. Οὐνά ἔνι μνιˬὰ ἀλιβά’σα, σταμάτισι νὰ πιοῦμι (οὐνὰ=ἐδωνὰ) Σαμοθρ. Συνών. ἀμπολὴ 3, ἀναβολοῦσα, ἀνάβρα, ἀναβρυοῦσα, ἀναβρυτοὑρα, ἔμπολας, κεφαλόβρυσο, μάννα, νεροβγάστρα. Πβ. ἀναβολὴ, ἀνάβρυσι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. β) Ἡ ἐν τῷ πυθμένι τοῦ φρέατος φλὲψ ὕδατος Σεριφ. Συνών. ἀναβρυοῦσα. γ) Γῆ ἀναβλύζουσα ὀλίγον ὕδωρ Κάρπ. Συνών. ἀνεμίστακας. 2) Τὸ ἀνωφερὲς μέρος τοῦ δρόμου, ἀνωφέρεια Κύθηρ. : Πῆρε τὴν ἀναβάλλουσα. Συνών. ἀναβολάρις 1, ἀναβόλεμα 1, ἀνέβα, ἀνήφορος, αντιθ κατήφορος, χῦμα, χύτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA