ἀνάβαλμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάβαλμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάβαλμα τό, Ἤπ. Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ.) Πελοπν.(Λακων.) ἀνέβαλμα Πελοπν. (Λακων.) ’νάβαμα Θεσσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβάλλω, παρ’ ὃ καὶ ἀναβάνω, ὅθεν ὁ τύπ. ᾽νάβαμα.

Σημασιολογία

1) ᾿Αναβίβασμα, ἀναβίβασις Πελοπν. (Λακων.) 2) Μνεία, ἀναφορὰ ὀνόματός τινος Ἤπ. : Αὐτὸς δὲν εἶναι γιὰ ἀνάβαλμα. 3) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., διαβολαί, συκοφαντίαι, ρᾳδιουργίαι Θεσσ. Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ.) Πελοπν. (Λακων.): Φρ. Βάζ’ ἀναβάλματα (διαβάλλει, ρᾳδιουργεῖ και προκαλεῖ σκάνδαλα) Καταφύγ. Ἦταν ἀπουκεῖ ‘ναβάματα. Θεσς. ᾎσμ. Γυναίκε͜ια ἀναβάλαμτα διˬαγύρισαν τὸ νοῦ σου Λακων. Συνών. ἀναβάλωμα, άνακάτεμα, άνακάτεψι, άνακάτωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/