ἀνάβαλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάβαλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάβαλτος ἐπίθ. Ἤπ. -Λεξ. ᾽Ηπίτ. Βλαστ. ἀνάβαλτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνάβαρτος Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀναβαλτὸς<ἀναβάλλω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾽Ιδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν θέλει ν’ ἀναφέρῃ τις δι᾿ εὐσχημοσύνην ἢ χάριν μυστικότητος Ἤπ. Λεξ. ’Ηπίτ. Δημητρ. : Ἦρθε ᾿ς τὸ σπίτι μας ὁ ἀνάβαλτος ὅ Ζαγορήσιος Ἠπ. 2) Ὡς οὐσ., ὁ διάβολος, ὁ δαίμων Ἤπ. -Λεξ. Βλαστ Δημητρ. β) Ἀποτρεπτικῶς ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν δαιμόνων Ἤπ.: ᾌσμ. Φεύγετε νά φεύγωμε, | γιˬατ᾿ ἔρχετ' ὁ ἀνάβαλτος. 3) Τὸ οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., τὰ ἀνδρικὰ αἰδοῖα καὶ δὴ οἱ ὄρχεις Ἤπ. Πβ. ἀμελέτητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA