ἀναβαντζάρισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβαντζάρισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναβαντζάρισι ἡ, ἀμάρτ. ἀνεβατζάρισι Νάξ.(᾿Απύραθν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβαντζάρω.
Σημασιολογία
Περίσσευμα, πλεόνασμα: Ἐσὺ ξενοτρώς κιˬ ἀνεβατζάρεσαι καὶ σ’ ἀπομένει ἕνα ψωμὶ κάθα ᾿βδομάδα καὶ τὸ πουλεῖς καὶ γιˬ’ αὐτὸ ἔχεις χαρτζιλίκι, μὰ ᾽ὼ ἡ κακορρίζικη δὲν εἶδ’ ἀνεβατζάρισι ποτές. Συνών. ἀβαντζάρισμα 2β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA