ἀναβαντζάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβαντζάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβαντζάρω Μεγίστ. ἀναβατζάρω Πελοπν. (Λακων.) ἀνααντζάρω Μεγίστ. ἀναβατζέρω Πελοπν.(Λακων.) ἀνεβαντζάρω Σίφν. ἀνεβαζάρω Μύκ. ἀνηβαζζάρω Χίος (Καρδάμ.) ἀνιβατζάρου Σάμ. ἀνηβαζζε’ρνω Χίος (Καρδάμ.) ἀνεβατζαΐζου Σαμοθρ. Μέσ. ἀνεβατζάρομαι Νάξ.(᾽Απύρανθ.) Μετοχ. ἀνεβατζαρισμένος Νάξ.(Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀβαντζάρω. Διὰ τὸ ζ παρὰ τὸ τζ τοῦ τὐπ. ἀνεβαζάρω πβ. τὰ ὅμοια ἀβτζῆς-ἀβζῆς, γάντζος-γάζος κττ.
Σημασιολογία
1) Προσφέρω περισσότερα εἰς δημόσιον πλειστηριασμόν πλειοδοτῶ, ὑπερθεματίζω Σίφν. Σαμ Σαμοθρ. Χίος (Καρδάμ.): Ὅταν βρεθῇ ἀγοραστἠς, νά ’μαι κ’ ἐγὼ ἀρωτημένος ν᾽ ἀνεβαντζάρω Σίφν. Τοὺ ’βγάζαν τοὺ χουάαφ’ μας᾽ς τοὺ ἰκάντου κὶ κἀνένας δὲ bῆγι ν᾿ ἀνιβατζαΐσ’ (ἔβγαζαν τὸ χωράφι μας ’ς τὴ δημοπρασία καὶ κἀνεὶς δὲν πῆγε νὰ πλειοδοτήσῃ) Σαμοθρ. Συνών. ἀβαντζάρω Α 2. 2) Περισσεύω, πλεονάζω Μεγιστ. ᾿Αναβαντζάρισε καὶ τέσσερα δαχτύλιˬα. β) Μέσ. ἔχω περίσσευμα Νάξ. (᾿Απύρανθ.): ᾿Εσὺ ξενοτρώς κιˬ ἀνεβατζάρεσαι καὶ σ’ ἀπομένει ἕνα ψωμὶ κάθα ᾿βδομάδα. 3) Γίνομαι ἀκριβός, ὑπερτιμῶμαι Μύκ.: Σήμερα ἀνεβαζάρανε τὰ κρομμύδιˬα. Συνών. ἀκριβένω 1, ἀκριβεύω 3, ἀκριβίζω, ἀκριβώνω. 4)᾿Αναβαίνω, ἀνυψώνομαι, ἐπὶ τῆς ζυμώσεως τοῦ ἄρτου Πελοπν. (Λακων.): Τὸ ψωμὶ ἀναβατζάρει. Πβ. ἀνεβατίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA