ἀναβασταχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβασταχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναβασταχτὸς ἐπίθ. ἀμαρτ. ἀνεβασταχτὀς Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ρ. ἀναβαστάζω.
Σημασιολογία
Ὁ βασταζόμενος πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλά, ἐπὶ τῶν μαστῶν αἰγὸς ἢ προβάτου, τῶν ὁποίων οἱ μαστοὶ εἴναι χωσμένοι μεταξὺ τῶν σκελῶν, αἱ δὲ θηλαὶ μικραὶ καὶ δυσκόλως ἀμέλγονται: Ἡ αἶγα αὐτὴ ἔχει άνεβασταχτό βυζί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA