ἀναβάστιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβάστιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναβάστιˬο τό, Σύμ. ἀνεβόστιˬο Καρπ. ἀνεόστιˬο Κάρπ. ἀνηόστιο Καρπ (Ἔλυμπ.) ᾽ναβάστιο Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβαστῶ, ὥς ἀναγορεύω-ἀναγόριˬο,καταφρονῶ-καταφρόνιˬο, παρακαλῶ-παρακάλιˬο κττ. Περὶ τῶν τοιούτων εὶς –ιˬο ἐκ ρ. Παραγομένων οὐσ. ἰδ. Γχατζιδ. ἐν Αθηνᾷ 20 (1908) 578 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὑποστήριξις, βοήθεια, ἀρωγὴ ἔνθ’ ἀν.: ’Εμεῖς ἔν ἔχομε κἀέναν ἀνηόστιˬο Ἔλυμπ. Ἔν γέμω πεˬόν ἀναβάστιˬο (δὲν ἔχω πλέον ὑποστήριξιν) Σὐμ. Συνων ὶδ. έν λ. ἀναβάσταμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA