ἀναβγαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβγαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβγαίνω Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. βγαίνω.
Σημασιολογία
Προβάλλω, ἀναφαίνομαι, φανερώνομαι ἔνθ' ἀν.: Ἀναβγαίνουν τ’ ἄστρα Λεξ. Δημητρ. ᾿Αναβγῆκε τὸ φεγγάρι Λεξ. Πρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA