ἀνάβλεμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάβλεμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάβλεμμα τό, Ζάκ. Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Τῆλ. -ΚΠαλαμ. ᾽Ασάλευτ. ζωὴ2 103 ΚΟὐράν. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 285 -Λεξ. Δημητρ. ἀνάbλεμμα Κρήτ. ἀνάβλιμμα Θρᾴκ. (Αἷν.) ἀνέβλεμμα Κρήτ. ἀνέbλεμμα Κρήτ. ᾽νέμπλιμμα Μακεδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀνάβλεμμα = τὸ βλέπειν πρὸς τὰ ἄνω. Παρὰ Γύπαρ. πρᾶξ. Β στ. 398 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 217) ὁ τύπ. ἀνάμπλεμμα. Διὰ τὸν τύπ. ἀνάbλεμμα πβ. ἀναβλέπω-ἀνεbλέπω, βλέπω-bλέπω.

Σημασιολογία

1) Τὸ βλέμμα ἔνθ’ ἀν : Τὸ ἀνάβλεμμά του ἔδειχνε πολλὴν καλωσύνη Κέρκ. Ἐγύρισα τὀ άνάβλεμμά μου ᾿ς τὸ ἄλλο μέρος Ζάκ. Διόλου δὲ γιλᾷ' τοὺ ’νε’μπλιμμα τ᾿ Μακεδ. Σφάζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τ᾿ ἀνάβλεμμά τση Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Τὸ σιανόν σου ἀνάβλεμμα σηκώνει πεθαμ-μένους καὶ θανατών-νει ζωντανοὺς καὶ γιˬαίν’ ἀρρωστημἐνους Κάρπ. Εὐγενικὸ τ᾿ ἀνάβλεμμα, τ᾿ ἀμάθιˬα φλόγα βγάνουν Κρήτ. Ὁ ποταμὸς σέρνει κλαδιˬὰ κ᾿ ἡ θάλασσα καράβιˬα κ᾽ ἡ κόρη μὲ τ’ ἀνάbλεμμα σέρνει τὰ παλληκάριˬα αὐτόθ. - Ποιήμ. ᾿Εδῶ ἀπελάτες χάνονται καὶ σφάζονται κουρσάροι γιˬὰ τὸ φιλεῖ τῆς Μαξιμῶς καὶ γιˬὰ τ’ ἀνάβλεμμά της ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Τ᾿ ὠχρὸ κεφάλι γέρνοντας ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬά μου ἀπάνω καὶ μὲ θλιμμένο ἀνάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με θὰ μὲ ξεχάσῃς, ρώταγες, καλέ μου σὰν πεθάνω; ΚΟὐράν. ἔνθ' ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Θυσ ᾽Αβραὰμ στ. 107 (ἔκδ. Ε. Legrand) «τὴν γλῶσσαν σου ᾽γροικῶ ξερήν, θαμπὸν τ’ ἀνάβλεμμά σου». Συνών. κοίτ αγμα, ματιˬά. 2) Ὁ ὀφθαλμὸς Πελοπν (Μάν.): Φρ. Καρφὶ ’ς τ’ ἀνάβλεμμά σου ! (ἀρὰ πρὸς ἀποτροπὴν τῆς βλαπτικῆς ἐπιρροῆς τοῦ ὀφθαλμοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/