ἀναβλεμματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβλεμματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβλεμματίζω Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναβλεμματίζω. Πβ. Πρόδρομ. 3,351 (ἔκδ.Hesseling-Pernot)

Σημασιολογία

«τὸ πῶς λαλεῖς, πῶς στήκεσαι, πῶς ἀναβλεμματίζεις». Ἐνατενίζω, ἐμβλέπω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/